- πυγαλγίας
- πῡγ-αλγίας, ὁ,A suffering pain in the buttocks, Democles Pygelensis (?) ap. Str.14.1.20 (Lobeck; πυγαλίας codd., -αλγής Schneid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγαλγίας — πυγαλγίᾱς , πυγαλγίας suffering pain in the buttocks masc acc pl πυγαλγίᾱς , πυγαλγίας suffering pain in the buttocks masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγαλγίας — ὁ, Α αυτός που έχει πόνους στα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + ἄλγος + επίθημα ίας] … Dictionary of Greek
πυγαλγής — ές, Α ο πυγαλγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. καρδι αλγής] … Dictionary of Greek